Dictionary of Greek. 2013.
σασί — και σασσί, το, Ν τεχνολ. το πλαίσιο τού σκελετού τού αυτοκινήτου, το οποίο στηρίζεται στους άξονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chassis «πλαίσιο»] … Dictionary of Greek